
Γράφουν οι Roberto Foa και Rachel Kleinfeld
Opinion / The New York Times
Τα χρηματιστήρια αντέδρασαν θετικά στην εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ. Ενθαρρυμένοι από τις ελπίδες για απορρύθμιση και φορολογικές περικοπές, οι επενδυτές άντλησαν $149 δισ. σε αμερικανικά αμοιβαία κεφάλαια τον Νοέμβριο, χωρίς να πτοούνται από τους φόβους για πολιτική αστάθεια και εμπορικό πόλεμο. Αυτή η ευφορία ώθησε τις αμερικανικές μετοχές σε ιστορικό υψηλό σε σύγκριση με τις παγκόσμιες αγορές.
Πολλοί διευθύνοντες σύμβουλοι μπορεί να είναι θετικοί στο να ανταλλάξουν το ρυθμιστικό βάρος και τις αντιμονοπωλιακές πολιτικές της κυβέρνησης Μπάιντεν με τα σχέδια του Τραμπ και του Ίλον Μασκ. Ωστόσο, οι επενδυτές και οι επιχειρηματίες θα πρέπει να είναι προσεκτικοί. Η έρευνά μας δείχνει ότι ενώ οι αγορές αρχικά επευφημούν την επιστροφή δεξιών λαϊκιστών στην εξουσία, αυτές οι υψηλές προσδοκίες δεν πραγματοποιούνται σχεδόν ποτέ.
Διαπιστώνουμε ότι όταν οι δεξιοί λαϊκιστές επιστρέφουν στα αξιώματα, φέρνουν χαμηλότερες επιδόσεις στο χρηματιστήριο και αύξηση των τιμών καταναλωτή. Μελέτη του American Economic Review δείχνει ότι λαϊκιστές όπως ο Τραμπ, αφήνουν τις χώρες με χαμηλότερη οικονομική ανάπτυξη, μεγαλύτερο χρέος και πληθωρισμό.
Ο πρώτος λόγος είναι απλός. Ο βραχυπρόθεσμος χαρακτήρας των οικονομικών κερδών υπό τους λαϊκιστές αντικατοπτρίζει τον βραχυπρόθεσμο χαρακτήρα των πολιτικών τους. Οι δασμοί μπορεί να ωφελήσουν τους Αμερικανούς κατασκευαστές για ένα ή δύο χρόνια, αποκλείοντας τον ξένο ανταγωνισμό, αλλά οι άλλες χώρες έχουν κίνητρο να απαντήσουν με τον ίδιο τρόπο, πλήττοντας τελικά τους Αμερικανούς καταναλωτές.
Το ίδιο ισχύει και για τις περικοπές φόρων. Μπορεί να ενισχύσουν προσωρινά τη ζήτηση, τις θέσεις εργασίας και τα κέρδη, αλλά μπορούν επίσης να δημιουργήσουν αστάθεια, όταν οι επενδυτές αντιδράσουν στα αυξανόμενα ελλείμματα και τις αλόγιστες δαπάνες μιας κυβέρνησης.
Ωστόσο, ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την ευημερία της Αμερικής προέρχεται από την απειλή που θέτουν οι λαϊκιστές στους θεσμούς. Όπως υποστηρίζουν οι νομπελίστες οικονομολόγοι Ντάρον Ατσέμογλου και Τζέιμς Ρόμπινσον, οι καλοί θεσμοί αποτελούν τη βάση του πλούτου μιας χώρας, περισσότερο από οποιοδήποτε σύνολο πολιτικών. Ένας λαϊκιστής μπορεί να προσφέρει πολιτικές υπέρ της ανάπτυξης βραχυπρόθεσμα, όπως έκανε ο Βίκτορ Όρμπαν στην Ουγγαρία με τον ενιαίο φόρο και ο Ναρέντρα Μόντι στην Ινδία με την απορρύθμιση. Ωστόσο, μόλις υπονομεύσει τα συστήματα που βοηθούν τις επιχειρήσεις να κάνουν μακροπρόθεσμα σχέδια και να διασφαλίζουν την εμπιστοσύνη των επενδυτών – όπως τα ανεξάρτητα δικαστήρια, οι κεντρικές τράπεζες, οι ρυθμιστικές αρχές – τα κέρδη αυτά τελικά εξανεμίζονται.
Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πώς μια δεύτερη θητεία Τραμπ θα έχει ένα τέτοιο αποτέλεσμα.
Οι αγορές έχουν συνηθίσει να σκέφτονται με όρους “περισσότερης ή λιγότερης ρύθμισης”. Αντ’ αυτού, θα πρέπει να εξετάσουν τη διάκριση μεταξύ απρόσωπης και τιμωρητικής ρύθμισης. Υπό τον Μπάιντεν, οι ρυθμίσεις μπορεί να ήταν πολλές, αλλά οι θεσμοί ήταν ουδέτεροι. Ο Πίτερ Τιλ, υποστηρικτής του Τραμπ, εξασφάλισε μια σημαντική σύμβαση με τον Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων – ο Ίλον Μασκ, ο οποίος τότε φαινόταν να υποστηρίζει τον Μπάιντεν, απέτυχε να λάβει μια σημαντική επιδότηση για τη SpaceX.
Οι λαϊκιστές, από την άλλη, τείνουν να χρησιμοποιούν την εξουσία για να ανταμείβουν τους συμμάχους και να τιμωρούν τους πολιτικούς αντιπάλους, επιτρέποντας στις αναποτελεσματικές ως προς τη διαχείριση εταιρείες να επιβιώνουν εις βάρος των πιο δυναμικών, αλλά λιγότερο ευνοημένων αντιπάλων. Κατά την πρώτη θητεία του, για παράδειγμα, ο Τραμπ φέρεται να προσπάθησε να σταματήσει τη συγχώνευση AT&T-Time Warner λόγω της αντιπάθειάς του για το CNN, ιδιοκτησίας Time Warner. Σε μια δεύτερη θητεία, θα έχει τη δύναμη να διορίσει νέο πρόεδρο στη Fed, παρέχοντάς του τη δυνατότητα να διαταράξει τις πιστωτικές αγορές.
Έχουν άδικο οι αγορές που είναι ενθουσιασμένες για τις προοπτικές των αμερικανικών επιχειρήσεων και της οικονομίας; Τα στοιχεία άλλων “φιλικών προς τις επιχειρήσεις” λαϊκιστών – ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι στην Ιταλία, ο Ζαΐρ Μπολσονάρου στη Βραζιλία και ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην Τουρκία – υποδηλώνουν ότι, ναι, η εκτίμηση αυτή είναι λανθασμένη. Όλοι τους απομάκρυναν τους έμπιστους οικονομολόγους και επιχειρηματικούς συμβούλους του μόλις αυτό κρίθηκε πολιτικά σκόπιμο. Δεν υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι ο “Τραμπ 2.0” θα είναι διαφορετικός.
Είναι στη φύση των λαϊκιστών. Ακόμη και εκείνοι που προσποιούνται ότι αγαπούν τις επιχειρήσεις δεν έχουν καμία εγγενή δέσμευση για τη μεταρρύθμιση της αγοράς. Στον πυρήνα τους δεν βρίσκεται κάποια ιδέα, αλλά μάλλον μια στρατηγική διακυβέρνησης που βασίζεται στην πόλωση της κοινωνίας για την εδραίωση μιας έντονα πιστής βάσης. Ισχυριζόμενοι ότι κανένας θεσμός δεν πρέπει να εμποδίζει τη “λαϊκή βούληση”, υπονομεύουν το σύστημα ελέγχων και ισορροπιών και συγκεντρώνουν την εξουσία στα χέρια τους.
Αυτό σημαίνει ότι όταν οι λαϊκιστές κάνουν λάθη ή η οικονομία “υπερθερμαίνεται” λόγω λανθασμένων πολιτικών, δεν σταματούν. Πρώτα, απολύουν τους αξιωματούχους που μπορεί να κρούσουν τον κώδωνα του κινδύνου. Πολιτικοποιούν τις υπηρεσίες που συλλέγουν τα επίσημα κυβερνητικά στοιχεία, ώστε το κοινό να μην έρθει σε επαφή με ενοχλητικά νέα. Η πρώτη θητεία του Τραμπ χαρακτηρίστηκε από διάφορες προσπάθειες παρέμβασης στα δεδομένα δημοσίων οργανισμών, σε μια προσπάθεια να τους πιέσει να παρουσιάσουν τα στοιχεία που εκείνος ήθελε. Το ίδιο κάνουν και άλλοι λαϊκιστές – στην Ινδία, ο Μόντι κατηγορήθηκε ότι απέκρυψε δυσμενή στοιχεία για την ανεργία, και στην Τουρκία, ο Ερντογάν επιτέθηκε στην ανεξάρτητη έρευνα για τον πληθωρισμό.
Αυτή τη φορά ο Τραμπ θα βρίσκεται σε καλύτερη θέση. Κατά την πρώτη του θητεία, απέλυσε τον γενικό εισαγγελέα του και στη συνέχεια προσπάθησε να απομακρύνει τον αναπληρωτή γενικό εισαγγελέα, αναζητώντας κάποιον πρόθυμο να εκτελέσει τις εντολές του – το ίδιο έκανε και στο Υπουργείο Άμυνας. Με το κόμμα του στο Κογκρέσο, μπορεί πιο εύκολα να προχωρήσει σε τέτοιες αλλαγές. Όταν μια κακή απόφαση του κεντρίσει το ενδιαφέρον, θα υπάρχουν ακόμη λιγότερα μέσα για να τον σταματήσουν. Πρόκειται για έναν κίνδυνο που συνοδεύει τον λαϊκισμό, με σαφές ρίσκο πολιτικών εκπλήξεων τα επόμενα χρόνια.
Οι εκλογές έφεραν στις αγορές ευφορία. Αυτό το συναίσθημα πρόκειται σύντομα να συγκρουστεί με την πραγματικότητα μιας λαϊκιστικής διακυβέρνησης.
*Ο Roberto Foa είναι αναπληρωτής καθηγητής πολιτικής και δημόσιας διοίκησης στο Πανεπιστήμιο του Cambridge. Η Rachel Kleinfeld είναι ανώτερη συνεργάτης στο Carnegie Endowment for International Peace.
© 2024 Διατίθεται από το “The New York Times Licensing Group”
Πηγή: capital.gr