marketinsiders.gr

Του Κώστα Ράπτη

Στην ψυχανάλυση γίνεται λόγος για “επιστροφή του απωθημένου”. Στην ευρωπαϊκή πολιτική θα μπορούσαμε κατ’ αναλογίαν να μιλάμε, μετά και τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών, για “επιστροφή του εθνικού”. Και πράγματι η έννοια της εθνικής κυριαρχίας κατεξοχήν απωθήθηκε στην Ευρώπη των υπερεθνικών λύσεων και των φεντεραλιστικών οραματισμών, μόνο και μόνο για να επιστρέψει δριμύτερη στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων και μάλιστα σε συνθήκες αύξησης της συμμετοχής πανευρωπαϊκά.

Η σαφέστερη εκδήλωση αυτής της τάσης εμφανίζεται στα δύο ηγετικά κράτη της ευρωπαϊκής ενοποίησης, την Γαλλία και την Γερμανία, όπου εθνικιστικές δυνάμεις κατέκτησαν την πρώτη και τη δεύτερη θέση αντιστοίχως, ταπεινώνοντας τους Εμανουέλ Μακρόν και Όλαφ Σολτς. Στην γαλλική περίπτωση γνωρίζουμε ήδη ότι οι επιπτώσεις υπήρξαν θεαματικές: εσπευσμένη διεξαγωγή βουλευτικών εκλογών, παραμονές της διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων, με ορατό το ενδεχόμενο μιας άβολης “συγκατοίκησης” στην εξουσία ανάμεσα στον ένοικο των Ηλυσίων και τον νεότατο Ζορντάν Μπαρντελά, τον επικεφαλής του νικητήριου ευρωψηφοδελτίου του Εθνικού Συναγερμού και εκλεκτό της Μαρίν Λεπέν για την πρωθυπουργία.

Εκ πρώτης όψεως, το “κέντρο” δείχνει να αντέχει, εφόσον το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα αύξησε τις έδρες του κατά 8 και οι Σοσιαλιστές-Δημοκράτες (παρότι καταγράφουν τις ήττες του γερμανικού SPD και του ισπανικού PSOE) έμειναν εν συνόλω σταθεροί. Συνεπώς ο τρικομματικός οιονεί συνασπισμός που στήριξε την απερχόμενη Κομισιόν (με την προσθήκη των φιλελευθέρων της ομάδας Renew) εξακολουθεί να διαθέτει πλειοψηφία, με 404 έδρες επί συνόλου 720. Ωστόσο ο δρόμος της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν κάθε άλλο παρά είναι εγγυημένος: όχι μόνο λόγω του φόβου των διαρροών στο Ευρωκοινοβούλιο, αλλά κυρίως διότι η νέα κοινοτική ηγεσία θα πρέπει να τύχει της εγκρίσεως των “27” κυβερνήσεων, που ήδη από το 2019 έδειξαν (ακριβώς με την επιλογή της Γερμανίδας προέδρου που δεν ηγούνταν ευρωψηφοδελτίου) ότι περιφρουρούν το δικαίωμά τους να έχουν τον τελικό λόγο. Και στο Συμβούλιο παραμονεύει πλέον η Ιταλίδα πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι, η μόνη (μαζί με τον Ντόναλντ Τουσκ της Πολωνίας) που δεν είδε την κυβέρνησή της να αποδοκιμάζεται στις ευρωεκλογές και ηγείται μιας ευρωομάδας, των Ευρωπαίων Μεταρρυθμιστών και Συντηρητικών που μιλά με τον αέρα της “δύναμης του μέλλοντος”.

Μεγάλοι χαμένοι της εκλογικής αναμέτρησης είναι αναμφίβολα η Renew (όχι μόνο λόγω της ήττας του κόμματος Μακρόν) και οι Πράσινοι, που κατεξοχήν ενσάρκωσαν μιαν ευρωπαϊκή συναίνεση γύρω από τον ατλαντισμό, την ενεργειακή μετάβαση (χωρίς αξιώσεις αναδιανομής) και τις woke αξίες, σε μία συγκυρία κατά την οποία κυριαρχούσαν στο μυαλό των ψηφοφόρων οι ανησυχίες για το κόστος ζωής και τις πολεμικές περιπέτειες.

Όταν δεν στρέφονται σε επιλογές ολότελα αντιπολιτικές ή του χαβαλέ (χαρακτηριστικό, αλλά όχι μοναδικό, το παράδειγμα της Κύπρου) οι ψηφοφόροι αποζητούν ισχυρότερες ταυτίσεις, από αυτές που μόνο ένας πολιτικός λόγος περισσότερο εθνοκεντρικός δείχνει ικανός να προσφέρει.

Είτε με την μορφή της παλαιότερης εμμονής με την μετανάστευση (και ιδίως την ισλαμική της συνιστώσα), είτε με τις νεότερες εκδοχές δυσφορίας απέναντι στην απόμακρη γραφειοκρατία των Βρυξελλών, στις πράσινες πολιτικές, τις εμπορικές συμφωνίες που εκθέτουν τους αγρότες στον ανταγωνισμό, τα έμφυλα ταυτοτικά ζητήματα κ.ο.κ. οι ψηφοφόροι διεκδικούν εκδοχές προστατευτισμού, μεταφορά εξουσιών εντός των εθνικών συνόρων και μιαν ορισμένη ικανότητα να αναγνωρίζονται φυσιογνωμικά στις ηγεσίες τους. Κοντά σε αυτά, θα πρέπει να προστεθούν οι ρωγμές που άνοιξε η πανδημία, αλλά και η ουκρανική κρίση, καθώς αντιεμβολιαστικές αντιδράσεις, αλλά και διαθέσεις αποφυγής της κλιμάκωσης της γεωπολιτικής έντασης υπήρξαν κατά τόπους (λ.χ Αυστρία) καθοριστικές για το εκλογικό αποτέλεσμα.

Το αν οι ψηφοφόροι θα πάρουν αυτό που ζητούν, όσο ασαφώς και αν το ζητούν, είναι αμφίβολο. Με οδηγό την Τζόρτζια Μελόνι και πλέον, κατά τις ενδείξεις, την Λεπέν, οι διάφορες παραλλαγές της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς “κανονικοποιούνται” ταχύτατα, προσχωρώντας στις παραδεδομένες συναινέσεις. Αλλά οι “πολιτισμικοί πόλεμοι” που τόσο τροφοδότησαν την πόλωση της πολιτικής ζωής απομένουν έτσι κενό κέλυφος, χωρίς η Ε.Ε. να γίνεται περισσότερο ισχυρή, περισσότερο ενιαία ή περισσότερο ξεκάθαρη για το τί επιδιώκει για τον εαυτό της σε έναν κόσμο που μεταβάλλεται εν μέσω αναταραχής.

Πηγή: capital.gr