
Εξελίξεις όσον αφορά την πρόθεση της ιταλικής τράπεζας UniCredit να εξαγοράσει τη Commerzbank, δεύτερη σε μέγεθος τράπεζα της Γερμανίας, δηλώνοντας μάλιστα ότι κατέχει μερίδιο μετοχών 9%. Ωστόσο παρατηρούνται καθυστερήσεις που υποκρύπτουν ενδεχομένως κάποια διλήμματα ως προς την προοπτική συνενώσεων των ευρωπαϊκών τραπεζών έναντι των αμερικανικών, αφού ο πρόεδρος της UniCredit, Αντρέα Ορσέλ, δηλώνει ευθαρσώς στην ιταλική εφημερίδα Il Messaggero ότι «δεν βιάζεται» με την εξαγορά. Εντέλει τι ακριβώς συμβαίνει;
Η εφημερίδα Süddeutsche Zeitung παρομοιάζει τη συναλλαγή σαν «παρτίδα πόκερ»:
«Παρατηρητές εκτιμούν ότι ο Αντρέα Ορσέλ ίσως θέλει να ασκήσει πίεση στη γερμανική κυβέρνηση, ώστε εκείνη να εξηγήσει γιατί δεν πουλάει το μερίδιό της. Το ερώτημα είναι βέβαια εάν η γερμανική κυβέρνηση μπορεί να δημοσιοποιήσει τα κίνητρά της, χωρίς να προκαλέσει μπελάδες με την Ιταλία.
Εικάζεται ότι ιδιαίτερα το Κόμμα των Φιλελευθέρων (FDP) θα ήταν αντίθετο με την κοινοτικοποίηση κινδύνων που αναγκαστικά συνεπάγεται μία αναδιάρθρωση του ευρωπαϊκού τραπεζικού τοπίου. H UniCredit διατηρεί ακόμη ιταλικά κρατικά ομόλογα ύψους 40 δισ. ευρώ. Πρόκειται για έναν σημαντικό και μη διαφοροποιούμενο κίνδυνο, σε περίπτωση μίας νέας κρίσης χρέους στην Ευρώπη».
Ενώ η Frankfurter Allgemeine Zeitung (FAZ) προσεγγίζει κάπως διαφορετικά τα πράγματα:
«Όταν απαιτούμε μεγάλες και ανταγωνιστικές τράπεζες ως αντίβαρο στους Αμερικανούς στα χρηματοοικονομικά κέντρα της Ευρώπης, αλλά την ίδια στιγμή θέλουμε να κυριαρχούν στην εγχώρια αγορά μόνο οι δικές μας τράπεζες, αυτό δείχνει μία επαρχιακή αντίληψη. Αλλαγές; Βεβαίως, αλλά κατά προτίμηση στους άλλους. Ασφαλώς, από μία μεγάλη τράπεζα εκπορεύονται μεγαλύτεροι κίνδυνοι. Γι’ αυτό όμως είχε θεσπιστεί ένα αυστηρότερο ρυθμιστικό πλαίσιο την εποχή της δημοσιονομικής κρίσης. Είναι επίσης αλήθεια ότι η UniCredit διατηρεί κάποιες ποσότητες ιταλικών κρατικών ομολόγων και αυτό θα μπορούσε να δημιουργήσει πρόβλημα σε περίπτωση κρίσης.
Αλλά η ουσία της δοσοληψίας αυτής είναι ότι μία μεγάλη τράπεζα με υψηλή απόδοση ιδίων κεφαλαίων δείχνει ενδιαφέρον για μία τράπεζα “made in Germany” που έχει εξυγιανθεί και είναι εισηγμένη στο χρηματιστήριο. Ίσως κάποιοι λυπούνται, διότι (η τράπεζα) χάνει την ανεξαρτησία της. Αλλά η παράδοση από μόνη της δεν συνιστά συνταγή επιτυχίας για το μέλλον».