marketinsiders.gr

Η συμμαχία της Αριστεράς, πρώτη σε αριθμό εδρών στις γαλλικές βουλευτικές εκλογές, διεκδικεί το δικαίωμα διακυβέρνησης, εφαρμογής του ριζοσπαστικού της προγράμματος, ακόμη και αν αυτό σημαίνει δημιουργία κοινοβουλευτικών συμμαχιών και αναζήτηση του κατάλληλου προσώπου που θα ηγηθεί του νέου κυβερνητικού σχήματος.

Ο πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν, που ετοιμάζεται να αναχωρήσει για τη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στην Ουάσινγκτον, και το επιτελείο του, εν μέσω έντονων διαπραγματεύσεων δεν έχουν εντελώς αποκλείσει το ενδεχόμενο σχηματισμού κυβέρνησης μαζί με τη ρεπουμπλικανική δεξιά.

Η απροσδόκητη τροπή της ψηφοφορίας της περασμένης Κυριακής έφερε στην πρώτη θέση το Νέο Λαϊκό Μέτωπο, συμμαχία της ριζοσπαστικής αριστεράς, κομμουνιστών, σοσιαλιστών και οικολόγων. Αίτημα προαπαιτούμενο, η συναίνεση ως προς το πρόσωπο που θα κληθεί να ενσαρκώσει ένα κοινό πρόγραμμα.

Οι βουλευτές της Αριστεράς στην Εθνοσυνέλευση τείνουν να αποκλείσουν διεύρυνση της πολιτικής τους βάσης προς την κεντροδεξιά, παρότι διαθέτουν μόνο 190 έδρες και απέχουν από την απόλυτη πλειοψηφία των 289.

«Δεν πιστεύω ότι είμαστε σήμερα σε κατάσταση που μπορούμε να έχουμε σήμερα έναν μεγαλύτερο από το Νέο Λαϊκό Μέτωπο συνασπισμό στην κυβέρνηση », δήλωσε στο δίκτυο TF1 ο οικολόγος γερουσιαστής Γιανίκ Ζαντό που πιστεύει ότι «οι συνασπισμοί θα χτισθούν στην Εθνοσυνέλευση».

Ο φερόμενος ως συντονιστής της Ανυπότακτης Γαλλίας, Μανουέλ Μπομπάρ, προειδοποίησε μάλιστα ότι η αριστερά θα εφαρμόσει το πρόγραμμά της και ότι «κάθε μία ομάδα θα πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες της, δηλαδή είτε να υπερψηφίσει τις προτάσεις μας, είτε να μας ανατρέψει».

Τα ζητήματα τα οποία η συμμαχία προτάσσει επικεντρώνονται στην ανατροπή βασικών μεταρρυθμίσεων της κυβέρνησης Μακρόν, αρχής γενομένης από την αντιδημοφιλή συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση, την τελευταία μεταρρύθμιση για το επίδομα ανεργίας, καθώς και την αύξηση των κατώτατου μισθού. Η κατάργηση του νόμου περί μετανάστευσης συνιστά επίσης βασική διεκδίκηση.

Ωστόσο ο οίκος αξιολόγησης Moody’s έσπευσε να προειδοποιήσει ότι η ακύρωση της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης και η απουσία μέτρων δημοσιονομικής περιστολής, ενδέχεται να επηρεάσουν την αξιολόγηση της Γαλλίας, ενώ επεσήμανε ότι χωρίς ξεκάθαρη πλειοψηφία, «είναι βέβαιο ότι η ψήφιση νόμων θα είναι δύσκολη.» Το αξιόχρεο της Γαλλίας προειδοποίησε με την σειρά του ο οίκος S&P Global, θα βρεθεί «υπό πίεση», αν η χώρα δεν κατορθώσει να μειώσει το μεγάλο δημοσιονομικό της έλλειμμα, το 5,5% του ΑΕΠ το 2023.

Η αριστερή συμμαχία καλείται να αντιμετωπίσει το μακρονικό στρατόπεδο με 160 έδρες, τη ρεπουμπλικανική δεξιά, η οποία μπορεί να διαδραματίσει κεντρικό ρόλο, με 66 έδρες. Η ακροδεξιά του Εθνικού Συναγερμού, που μαζί με τους συμμάχους της συγκέντρωσε (περισσότερες από 140 έδρες) προετοιμάζεται ήδη για τις προεδρικές εκλογές του 2027.

Η πρόεδρος της απερχόμενης βουλής, Γιαέλ Μπράουν-Πιβέ, επεσήμανε ότι τα κόμματα της αριστεράς «δεν μπορούν να διεκδικήσουν μόνα τους την διακυβέρνηση», υπενθυμίζοντας ότι το Νέο Λαϊκό Μέτωπο δεν έχει την απαιτούμενη πλειοψηφία.

«Είμαστε σε θέση να εκπροσωπήσουμε μία άλλη εναλλακτική πολιτική δύναμη», πρόσθεσε απευθύνοντας έκκληση για την «κατάρτιση ενός κοινού οδικού χάρτη με όλα τα κόμματα που θέλουν να εργασθούμε από κοινού, από τους Ρεπουμπλικανούς μέχρι την σοσιαλδημοκρατική αριστερά».

Ο πρωθυπουργός Γκαμπριέλ Ατάλ, καλώντας σήμερα σε συνεδρίαση τους βουλευτές της προεδρικής παράταξης, φαίνεται αποφασισμένος να παίξει ενεργό ρόλο μετά από μία εκλογική διαδικασία που απέτρεψε την κατάρρευση του προεδρικού στρατοπέδου.

Όσον αφορά το εσωτερικό της ακροδεξιάς ο 28χρονος πρόεδρος του Εθνικού Συναγερμού, Ζορντάν Μπαρντελά, καταγγέλλοντας τις εκλογικές συμμαχίες, παραδέχθηκε λάθη στην προεκλογική εκστρατεία που σημαδεύτηκε από ρατσιστικές παρεκτροπές και ενέργειες που εξέθεσαν πολλούς υποψηφίους του κόμματος. Με την ηγέτιδα του κόμματος, Μαρίν Λεπέν, ηττηθείσα τρεις φορές από το 2012, να έχει ήδη στραφεί προς τις επόμενες προεδρικές εκλογές. Παρότι, οι βουλευτές της αριστεράς αποφάσισαν περιορισμό της πρόσβασης των βουλευτών του Εθνικού Συναγερμού σε στρατηγικά πόστα της Γαλλικής Εθνοσυνέλευσης, απόφαση που χαρακτηρίστηκε ως «αντιδημοκρατική» και προκάλεσε τις αντιδράσεις των ακροδεξιών.